wet vapor - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

wet vapor - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
WET; Wet (disambiguation); Wet (song)

wet vapor      

строительное дело

влажный пар

wet vapor      
влажный пар
vapor pressure         
  • alcohol]] and is closed with a piece of cork. By heating the alcohol, the vapors fill in the space, increasing the pressure in the tube to the point of the cork popping out.
  • ionized]] [[particles]] form [[condensation]] tracks when passing through.
PRESSURE EXTERTED BY A VAPOR IN THERMODYNAMIC EQUILIBRIUM
Vapour Pressure; Saturation pressure; Saturation vapor pressure; Saturation Pressure; Equilibrium vapor pressure; Vapor Pressure; Saturation vapour pressure; Saturation Vapour Pressure; Saturated vapor pressure; Saturated vapour pressure; Vapor pressures; Equilibrium Vapor Pressure; Vapour pressure; Saturated vapor; Steam pressure; Saturated vapour

общая лексика

упругость пара

строительное дело

давление (упругость) пара

Ορισμός

vapour pressure
¦ noun Chemistry the pressure of a vapour in contact with its liquid or solid form.

Βικιπαίδεια

Wet

Wet may refer to:

  • Moisture, the condition of containing liquid or being covered or saturated in liquid
  • Wetting (or wetness), a measure of how well a liquid sticks to a solid rather than forming a sphere on the surface

Wet or WET may also refer to:

Μετάφραση του &#39wet vapor&#39 σε Ρωσικά